- πυρείο
- το / πυρεῑον, ΝΜΑ, και ιων. τ. πυρήϊον Ανεοελλ.τεχνολ. μικρό και λεπτό κομμάτι από ξύλο ή χαρτόνι, στο ένα άκρο τού οποίου υπάρχει κεφαλή από εύφλεκτο υλικό που μπορεί να αναφλεγεί με τριβή σε κατάλληλη επιφάνεια, κν. σπίρτομσν.-αρχ.1. (στον εν. αλλά και στον πληθ.) κεραμεικό αγγείο στο οποίο τοποθετούνται αναμμένα κάρβουνα, το μαγκάλι2. (κυρίως στον πληθ.) τὰ πυρεῑατεμάχια σκληρού ξύλου που τά έτριβαν το ένα με το άλλο ωσότου ανάψουν («τάχ' ἄν... τρίβοντες, ὥσπερ ἐκ πυρείων ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + κατάλ. -εῖον (πρβλ. μνημ-είον)].
Dictionary of Greek. 2013.