πυρείο

πυρείο
το / πυρεῑον, ΝΜΑ, και ιων. τ. πυρήϊον Α
νεοελλ.
τεχνολ. μικρό και λεπτό κομμάτι από ξύλο ή χαρτόνι, στο ένα άκρο τού οποίου υπάρχει κεφαλή από εύφλεκτο υλικό που μπορεί να αναφλεγεί με τριβή σε κατάλληλη επιφάνεια, κν. σπίρτο
μσν.-αρχ.
1. (στον εν. αλλά και στον πληθ.) κεραμεικό αγγείο στο οποίο τοποθετούνται αναμμένα κάρβουνα, το μαγκάλι
2. (κυρίως στον πληθ.) τὰ πυρεῑα
τεμάχια σκληρού ξύλου που τά έτριβαν το ένα με το άλλο ωσότου ανάψουν («τάχ' ἄν... τρίβοντες, ὥσπερ ἐκ πυρείων ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + κατάλ. -εῖον (πρβλ. μνημ-είον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πυρείο — το σπίρτο: Πυρεία ασφαλείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • πυρήϊον — τὸ, Α ιων. τ. βλ. πυρείο …   Dictionary of Greek

  • πυρειοπώλης — ο, Ν πωλητής πυρείων, σπίρτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρείο «σπίρτο» + πώλης (< πωλῶ). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Π. Ι. Φέρμπο] …   Dictionary of Greek

  • πυροστρόφον — τὸ, Α το πυρείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ, πυρός + στρόφον (< στρέφω)] …   Dictionary of Greek

  • σπίρτο — το, Ν 1. τεχνολ. μικρό και λεπτό κομμάτι από ξύλο ή χαρτόνι στο ένα άκρο τού οποίου υπάρχει κεφαλή από εύφλεκτο υλικό που μπορεί να αναφλεγεί με τριβή σε κατάλληλη επιφάνεια, το πυρείο 2. (κν. ονομ.) α) απόσταγμα οίνου, οινόπνευμα β) ποτό που… …   Dictionary of Greek

  • Αβδαίος ή Άβδας ή Αβδάς — (5ος αι. μ.Χ.).Ιερομάρτυρας, επίσκοπος στα Σούσα της Περσίας που έζησε στα χρόνια του Θεοδόσιου του Μικρού (408 450). Διακρινόταν για τον ιεραποστολικό του ζήλο. Κήρυττε ότι o ζωροαστρισμός ήταν ειδωλολατρία και πλάνη. Ο Α. μαρτύρησε στους… …   Dictionary of Greek

  • σπίρτο — το (λ. ιταλ.) 1. πυρείο: Δεν είχε σπίρτα για να ανάψει το τσιγάρο του. 2. οινόπνευμα: Αυτό το κονιάκ είναι σκέτο σπίρτο. 3. μτφ., άνθρωπος έξυπνος: Αυτό το παιδί είναι σπίρτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φώσφορο — το 1. φωσφόρος (βλ. λ.). 2. το σπίρτο, το πύρειο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”